Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Λίθοι του Στέννες.

Οι Λίθοι του Στέννες δημιουργούν ένα εντυπωσιακό ένα νεολιθικό μνημείο που βρίσκεται στο νησί Μέινλαντ (Mainland) του συμπλέγματος νησιών Όρκνεϊ της Σκωτίας. Βρίσκεται σε ένα ακρωτήριο στη νότια όχθη του ρέματος που καταλήγει στο νοτιότερο άκρο του θαλάσσιου κόλπου του Στέννες και την λίμνη του Χάρρεϊ. Το όνομα προέρχεται από την αρχαία Νορβηγικά και σημαίνει πέτρινο ακρωτήριο. Το ρέμα, το οποίο σήμερα έχει γεφυρωθεί, διασχιζόταν παλαιότερα από ένα στενό πέτρινο πέρασμα, με τον Κύκλο του Μπρόντγκαρ να βρίσκεται περίπου 1,2 χλμ βορειοδυτικά, κατά μήκος του ρέματος και κοντά στον ισθμό που δημιουργείται ανάμεσα στον κόλπο και την λίμνη. Το ταφικό μνημείο του Maeshowe είναι περίπου 1,2 χλμ ανατολικά από τους λίθους του Στέννες, ενώ πολλά άλλα νεολιθικά μνημεία που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση μαρτυρούν την σημασία της περιοχής.

Οι πέτρες είναι λεπτές πλάκες, πάχους περίπου 30 εκατοστών. Τέσσερις από αυτές, ύψους έως 5 μέτρα, ήταν τα αρχικά στοιχεία ενός ελλειπτικά διαμορφωμένου κύκλου 12 λίθων, διαμέτρου 32 περίπου μέτρων, πάνω σε μία υπερυψωμένη βάση διαμέτρου 44 μέτρων που περιβάλλονταν από μια τάφρο. Η τάφρος είναι κομμένη στο βράχο σε βάθος μέχρι 2 μέτρα και έχει πλάτος 7 μέτρα, κυκλωμένο από μία χωμάτινη όχθη, με μία μοναδική είσοδο στην βόρεια πλευρά. Η είσοδος κοιτάζει προς το νεολιθικό οικισμό αγροικιών που ανακαλύφθηκε στον κόλπο Χάρρεϊ. Η Πέτρα - Φύλακας, ύψους 5,6 μέτρων, βρίσκεται εκτός του κύκλου προς τα βορειοδυτικά, δίπλα στην σύγχρονη γέφυρα που οδηγεί στον κύκλο του Μπρόντγκαρ. Άλλες μικρότερες πέτρες περιβάλουν μία τετράγωνη πέτρα τοποθετημένη στο κέντρο μίας κυκλικής πλατφόρμας όπου βρέθηκαν αποτεφρωμένα οστά, ξυλάνθρακας και πήλινα αγγεία, ενώ στο χαντάκι ανακαλύφθηκαν οστά ζώων. Τα πήλινα αγγεία συνδέουν το μνημείο με τον οικισμό Skara Brae και το ταφικό μνημείο Maeshowe και το μνημείο χρονολογείται από το 3000 π.Χ. τουλάχιστον.

Μέχρι και τον 18ο αιώνα το μνημείο συσχετιζόταν με παραδόσεις και τελετουργίες, σχετικές τότε με τους Νορβηγικούς θεούς. Το 1814 το επισκέφθηκε ο Ουόλτερ Σκόττ, όμως ένας αγρότης αποφάσισε να αφαιρέσει τις πέτρες, ξεκινώντας το Νοέμβριο του 1814 με την καταστροφή της κοντινής Λίθου Οντίν. Η κίνηση αυτή προκάλεσε κατακραυγή και ο αγρότης σταμάτησε, αφού όμως κατάστρεψε μία πέτρα και ρίχνοντας μία άλλη, η οποία επανατοποθετήθηκε το 1906, κατά τη διάρκεια μίας μερικής, ανακριβούς, επανακατασκευής του κύκλου. Παρόλα αυτά, ακόμα και οι λιγοστοί λίθοι που επέζησαν αρκούν να δημιουργήσουν μία ατμόσφαιρα που προϊδεάζει για το μακρινό παρελθόν

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Μείζων παράγοντας.

Μείζων παράγοντας του Κυπριακού προβλήματος είναι σήμερα οι αγνοούμενοι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι. Πρόκειται για στρατιώτες και πολίτες, των οποίων η τύχη αγνοείται. Οι περισσότεροι εξαφανίστηκαν μετά από εχθροπραξίες και έκτοτε δεν έδωσαν σημεία ζωής αλλά ούτε βρέθηκε και η σορός τους. Από ελληνοκυπριακής πλευράς αγνοούνται περί τους 1.500, ενώ από τουρκοκυπριακής περίπου 500. Το πρόβλημα των αγνοουμένων ανάγεται ήδη στην περίοδο των διακοινοτικών ταραχών που ξέσπασαν το 1963-1964, αλλά μεγιστοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1974 με την τουρκική εισβολή. Για την τύχη τους έχουν γίνει πολλές εικασίες. Η ελληνοκυπριακή πλευρά για πολύ καιρό (και εν μέρει ακόμα) υποστήριζε ότι οι περισσότεροι Ελληνοκύπριοι αγνοούμενοι ζουν και είναι αιχμάλωτοι στην Τουρκία. Πολλές θεωρίες έχουν αναπτυχθεί γύρω από το ζήτημα, ενώ φέρεται να έχει οργανωθεί και αποστολή με τη συμμετοχή πρακτόρων της ελληνικής ΕΥΠ στην Ανατολία, προκειμένου να διερευνηθούν σχετικές πληροφορίες από «Κούρδους δραπέτες» που υποστήριξαν ότι ήταν συγκρατούμενοί τους. Αξιόπιστα στοιχεία που να στηρίζουν την εκδοχή ότι οι αγνοούμενοι είναι ζωντανοί δεν έχουν ως τώρα παρουσιαστεί. Κάποιοι από αυτούς βρίσκονται σίγουρα σε ομαδικούς τάφους εκατέρωθεν της Πράσινης Γραμμής, οι οποίοι δεν έχουν ανοιχθεί ακόμη από καμιά από τις δυο πλευρές. Στο μεταξύ έχουν υπάρξει και επώνυμες καταγγελίες από πλευρές Ελληνοκυπρίων ότι η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση σκόπιμα αποκρύπτει την τύχη των Ελληνοκυπρίων αγνοουμένων για λόγους προπαγάνδας , ενώ οι τουρκοκυπριακές αρχές αρνούνται κι αυτές για τους ίδιους λόγους να υποδείξουν σε διεθνείς μεσολαβητές πού βρίσκονται ομαδικοί τάφοι στα Κατεχόμενα. Τα τελευταία 2-3 χρόνια καταβάλλονται προσπάθειες διαλεύκανσης των περιπτώσεων αγνοουμένων μέσω της κοινής διερευνητικής επιτροπής αγνοουμένων, η οποία είχε συσταθεί το 1981 αλλά ως τώρα δεν είχε να επιδείξει έργο, με τη βοήθεια πλέον σύγχρονων μεθόδων ανάλυσης DNA.


Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2007

Αποτυχημενη

Στις 8 Μαρτίου 1970 έγινε αποτυχημένη δολοφονική απόπειρα κατά του Μακάριου και ως ένας από τους υποκινητές θεωρήθηκε ο Πολύκαρπος Γεωρκάτζης. Στο νησί επανήλθε το Φθινόπωρο του 1971 ο Γρίβας, ο οποίος συνέστησε την παραστρατιωτική οργάνωση ΕΟΚΑ Β' με στόχο την ανατροπή του Μακάριου και την Ένωση. Μέσω των εφημερίδων που είχε υπό τον έλεγχό του, και οι οποίες φέρεται να χρηματοδοτούνταν από τη Χούντα των Αθηνών, κατηγορούσε τον Μακάριο ότι πρόδιδε τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων για Ένωση για να μη χάσει τα αξιώματά του και καλούσε τον λαό (ανεπιτυχώς) σε αντίσταση. Μετά τον θάνατο του Γρίβα τον Ιανουάριο του 1974 τα ηνία της οργάνωσης ανέλαβε πλέον απ' ευθείας η Χούντα. Έτσι είχαν δημιουργηθεί δύο στρατόπεδα στους Ελληνοκυπρίους. Η πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων ήταν στο πλευρό του Μακάριου, τον οποίο και επανεξέλεγε σε κάθε εκλογή με μεγάλα ποσοστά.

Technorati Profile

Στην πορεία

Στην πορεία όμως δε γινόταν κάτι στην πράξη προς την κατεύθυνση αυτή. Ο Γρίβας και οι οπαδοί του κατηγορούσαν ανοιχτά τον Μακάριο, ότι ποτέ δε στόχευε στην Ένωση, παρά μόνο στην κατάληψη της εξουσίας. Έχοντας συγκεντρώσει στα χέρια του πολιτική και θρησκευτική εξουσία, δεν είχε κανέναν λόγο να τις παραχωρήσει σε άλλον. Η κατηγορία αυτή τού προσήφθη και από άλλους, όταν απέρριψε το Σχέδιο Άτσεσον, το οποίο προέβλεπε ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα το 1964. Η απάντηση του Μακάριου ήταν ότι οποιαδήποτε απόπειρα ένωσης θα είχε ως συνέπεια τη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας και θα κατέληγε στο αντίθετο αποτέλεσμα, στη διχοτόμηση του νησιού. Στην ένωση με την Ελλάδα αντιτίθετο σε έναν βαθμό πάντως το κόμμα που εκείνη την περίοδο στήριζε τον Μακάριο, το ΑΚΕΛ, το οποίο, ως κομμουνιστικό κόμμα, φοβούνταν ότι θα είχε την τύχη που είχε την περίοδο εκείνη στην Ελλάδα το ΚΚΕ, που ήταν απαγορευμένο.
Η αλήθεια είναι ότι με τον καιρό για πολλούς Ελληνοκυπρίους το κύριο ζητούμενο ήταν πλέον η κυριαρχία του ελληνικού στοιχείου στο νησί και όχι τόσο η (άμεση τουλάχιστον) Ένωση με την Ελλάδα, καθώς στην πράξη αρκετοί δε θα ήταν πρόθυμοι να υπαχθούν από τη μια μέρα στην άλλη στην Αθηναϊκή διοίκηση. Σε αυτήν την απροθυμία συνέβαλε και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου τους χάρη στη επιτυχημένη οικονομική πολιτική του Μακάριου, η οποία έκανε λιγότερο ελκυστική την ένωση με τη μαστιζόμενη απο οικονομικά προβλήματα Ελλάδα. Ειδικά μετά τον εξοβελισμό του τουρκοκυπριακού στοιχείου από το κυπριακό κράτος, ένα μεγάλο μέρος των στόχων είχε (φαινομενικά) επιτευχθεί. Στην αναφορά του ο Γκάλο Πλάζα το 1965 διστάζει να δεχθεί ότι οι Ελληνοκύπριοι είναι διατεθειμένοι να «απορροφηθεί» η Κύπρος από την Ελλάδα, ενώ σε σχετική ερώτησή του η ελληνοκυπριακή ηγεσία και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος δεν έδωσαν σαφή απάντηση ως προς το χρονοδιάγραμμα και τη μορφή της Ένωσης, αν αυτή καθίστατο κάποτε εφικτή. Μια σειρά από ρυθμίσεις, αλλαγές και παραχωρήσεις που θα έπρεπε να γίνουν δεν είχαν απασχολήσει σοβαρά την ελληνοκυπριακή ηγεσία. Η επικράτηση της δικτατορίας στην Αθήνα κατέστησε την προοπτική της Ένωσης ακόμα λιγότερο ελκυστική για τους Ελληνοκυπρίους. Τον Ιανουάριο του 1968 ο Αρχιεπίσκοπος εγκατέλειψε και επίσημα την πολιτική της Ένωσης, υποστηρίζοντας ως μόνη λύση υπό τις δεδομένες συνθήκες το υπάρχον καθεστώς ανεξαρτησίας, προτιμώντας το εφικτό από το ευκταίο.

Το πάγιο αίτημα

Το πάγιο αίτημα των Ελληνοκυπρίων από τις αρχές του αιώνα ήταν η Ένωσις με τη «μητέρα Ελλάδα». Με αυτό το σύνθημα ξεκίνησε και η ΕΟΚΑ τον αγώνα της το 1955, αυτό ήταν και το ποθούμενο λαού και πολιτικής ηγεσίας το 1959. Τελικά όμως αναγκάστηκαν να συμβιβαστούν με την απλή ανεξαρτησία με βάση τις Συνθήκες Λονδίνου-Ζυρίχης, οι οποίες απέκλειαν το ενδεχόμενο προσάρτησης του νησιού σε τρίτη χώρα. Ο Γρίβας κατηγορούσε ανοιχτά τον Μακάριο ότι συμβιβάστηκε και πρόδωσε τους ελληνοκυπριακούς πόθους με την υπογραφή των Συνθηκών. Ο ελληνοκύπριος στρατηγός δε σταμάτησε ποτέ να προβάλλει επιτακτικά το αίτημα αυτό. Αλλά και ο Μακάριος και οι υπόλοιποι ελληνοκύπριοι πολιτικοί εξακολούθησαν να μιλούν σε κάθε ευκαιρία για Ένωση και μετά τις Συνθήκες. Αυτό ήταν και το επιχείρημα των Τουρκοκυπρίων, με το οποίο αρνούνταν την οποιαδήποτε τροποποίηση των Συνθηκών. Φοβούνταν ότι ένα άλλο μοντέλο διοίκησης θα επέτρεπε στους Ελληνοκυπρίους να ενωθούν με την Ελλάδα και μετά θα τους περίμενε αν όχι ο διωγμός, τουλάχιστον η τύχη που είχε η μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.

Σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας

Οι σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Ήδη οι Ελληνοκύπριοι θεωρούσαν τις Συνθήκες Λονδίνου-Ζυρίχης προδοσία από τη μεριά της Αθήνας του αγώνα για Ένωση, στάση που καταλόγιζε ως το τέλος της ζωής του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Μακάριο. Η απουσία αντίδρασης στους τουρκικούς βομβαρδισμούς του Αυγούστου του 1964 απογοήτευσε εκ νέου την ελληνοκυπριακή κυβέρνηση. Από την άλλη η ελληνική κυβέρνηση είχε καταστήσει από την αρχή σαφές, ότι δεν επιθυμούσε σύρραξη με την Τουρκία και ότι στη χάραξη της πολιτικής της ώφειλε να λάβει υπ’ όψιν και τους ελληνικούς πληθυσμούς στην Τουρκία. Η ανησυχία αυτή εντάθηκε μετά το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1955. Στη διατάραξη των σχέσεων συντελούσε και η αντίληψη της Αθήνας, η οποία ήθελε να έχει το πάνω χέρι στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό, πράγμα που ο Μακάριος δεν ήταν διατεθειμένος να δεχθεί. Η ανακοίνωση των «13 σημείων» από τον Μακάριο, που στάθηκαν η αιτία για τις ενδοκοινοτικές ταραχές, ήταν ερήμην της ελληνικής Κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο δε θα είχε συμφωνήσει σε κάτι τέτοιο, αλλά και είχε προειδοποιήσει τον Μακάριο, ότι σε περίπτωση μονομερούς καταγγελίας των Συνθηκών, θα διαχώριζε δημόσια τη θέση της. Το ίδιο συνέβη και με το γεγονός που οδήγησε στην κλιμάκωση της έντασης, την επίθεση στον τουρκοκυπριακό θύλακα των Κοκκίνων. Ο τότε πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έστειλε εμπιστευτικό σημείωμα στον Μακάριο με την περίφημη φράση «Μακαριώτατε, άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε» . Ανησυχία στην Αθήνα δημιουργούσε επίσης η προσέγγιση Μακάριου-Ε.Σ.Σ.Δ., καθώς και η απήχηση του αριστερού ΑΚΕΛ . Δεν είχαν περάσει 15 χρόνια από τη νίκη των κυβερνητικών στρατευμάτων με τη βοήθεια Άγγλων και Αμερικανών στον ελληνικό Εμφύλιο και η Ελλάδα ήταν σφιχτά προσδεδεμένη στο άρμα της Δύσης. Χαρακτηριστική είναι η φράση, την οποία φέρεται να είπε ο Γεώργιος Παπανδρέου το 1950 (πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα κατά των Βρετανών) ως Υπουργός Εσωτερικών στον τότε δήμαρχο Λευκωσίας: «Η Ελλάς αναπνέει με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν, και δι' αυτό δεν ημπορεί να πάθει ασφυξίαν λόγω του Κυπριακού».

Αναφορά Πλάζα

Το Μάρτιο του 1964, μαζί με την αποστολή ειρηνευτικής δύναμης, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ αποφάσισε και την ανάληψη μεσολαβητικής πρωτοβουλίας. Ανέθεσε τον ρόλο του μεσολαβητή στον Φιλανδό διπλωμάτη Σακάρι Τουομιόγια (Sakari Tuomioja), ο οποίος όμως κατά τη διάρκεια της αποστολής του πέθανε και τη θέση του πήρε ο Γκάλο Πλάζα (Galo Plaza), πρώην πρόεδρος του Εκουαδόρ. Ο Πλάζα υπέβαλε στις 26 Μαρτίου 1965 την αναφορά του στον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ. Στην αναφορά του αυτή έκανε μια ανάλυση της κατάστασης στο νησί. Αφού κατέγραψε το ιστορικό του προβλήματος, παρουσίασε τις θέσεις των δύο κοινοτήτων. Σύμφωνα με την έκθεσή του, από την αρχή της μεσολαβητικής αποστολής καθημερινές ένοπλες συγκρούσεις παραστρατιωτικών ομάδων στο νησί εμπόδιζαν την εξεύρεση οποιασδήποτε λύσης . Η ηρεμία που επικράτησε μετά τον Αύγουστο του 1964 δεν άλλαξε και πολλά, επειδή οι ηγεσίες των δύο κοινοτήτων συνέχισαν να έχουν διαμετρικά αντίθετες θέσεις, με τους Ελληνοκυπρίους να επιδιώκουν την Ένωση (σε θεωρητικό επίπεδο) και τους Τουρκοκυπρίους να εμμένουν σε γεωγραφικό διαχωρισμό των δύο λαών στο πλαίσιο ενός ομόσπονδου κράτους . Ο Πλάζα στην έκθεσή του προχώρησε στην εκτίμηση των προτεινόμενων λύσεων. Την τουρκοκυπριακή λύση της γεωγρφικής διαίρεσης του νησιού και τη δημιουργία διζωνικής ομοσπονδίας την απέρριψε, διότι συνδεόταν με αθρόες μετακινήσεις πληθυσμών και θα είχε ως συνέπεια παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων των εμπλεκόμενων πληθυσμών . Επίσης θεώρησε την επιστροφή στο καθεστώς των Συνθηκών Ζυρίχης-Λονδίνου ανέφικτη. Τα προβλήματα που ανέκυψαν με την εφαρμογή τους, άσχετα από το ποιος τα προκάλεσε, σε συνδυασμό με τα γεγονότα που μεσολάβησαν, απέκλειαν κατά την κρίση του την απρόσκοπτη εφαρμογή τους . Τη λύση της Ένωσης επίσης δεν την προέκρινε, λόγω της έντονης αντίθεσης των Τουρκοκυπρίων , καταλήγοντας ότι τα μέρη θα έπρεπε να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις προς τη κατεύθυνση ενός ανεξάρτητου κράτους χωρίς διαχωρισμό των κοινοτήτων αλλά με ιδιαίτερες εγγυήσεις για τα δικαιώματα της τουρκοκυπριακής μειονότητας . Η έκθεση Πλάζα δεν ικανοποίησε την Τουρκία, η οποία την θεώρησε μεροληπτική υπέρ των Ελληνοκυπρίων και αρνήθηκε περαιτέρω μεσολάβησή του στο Κυπριακό.

Σχέδιο Άτσεσον

Το 1964, μεσουσών των ταραχών μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Λύντον Τζόνσον αναθέτει στον πρώην Υπουργό Εξωτερικών Ντην Άτσεσον να μεσολαβήσει για την εξεύρεση λύσης. Ο Άτσεσον καταστρώνει δύο σχέδια, τα οποία όμως τελικά απορρίπτονται από τα εμπλεκόμενα μέρη. Βάση και των δύο σχεδίων ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα έναντι ανταλλαγμάτων προς την Τουρκία. Το πρώτο σχέδιο προέβλεπε παραχώρηση στην Τουρκία της χερσονήσου της Καρπασίας για τη δημιουργία κυρίαρχης στρατιωτικής βάσης. Με τον τρόπο αυτόν εξασφαλιζόταν ότι δε θα χρησιμοποιηθεί η Κύπρος ως εφαλτήριο για επίθεση εναντίον της από τους Έλληνες. Παράλληλα θα παραχωρούνταν προνόμια αυτοδιοίκησης σε ορισμένες περιοχές στους Τουρκοκύπριους. Το σχέδιο αυτό απέρριψε ο Μακάριος, θεωρώντας το διχοτόμηση και εμμένοντας στην ανευ όρων Ένωση, ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου ήταν πρόθυμος να το συζητήσει. Το δεύτερο σχέδιο προέβλεπε απλή εκμίσθωση της Καρπασίας στην Τουρκία και παραχώρηση του Καστελλόριζου από την Ελλάδα στην Τουρκία. Και αυτό το σχέδιο το απέρριψε ο Μακάριος, ενώ στη συνέχεια το απέρριψε και η Τουρκία, η οποία συζητούσε μόνο παραχώρηση κυρίαρχης βάσης ως αντάλλαγμα. Το Σχέδιο Άτσεσον έμεινε έτσι στην ιστορία για άλλους ως μεγάλη χαμένη ευκαιρία για το Κυπριακό, ενώ για άλλους ως πρώτη αποτυχημένη απόπειρα διχοτόμησης της Κύπρου.

θύλακες

Στο μεταξύ οι τουρκοκυπριακοί θύλακες οργανώθηκαν με στρατό και κρατική διοίκηση, αποτελώντας κράτος εν κράτει, το οποίο από το 1968 είχε την ονομασία "Τουρκοκυπριακή Διοίκηση". Αυτό το κράτος εν κράτει διέθετε αστυνομία, ταχυδρομείο, ραδιόφωνο, ακόμη και ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων είχαν περιορισμένα δικαιώματα σε σχέση με τους Ελληνοκύπριους και ταυτίζονταν μάλλον με την Τουρκοκυπριακή Διοίκηση παρά με το επίσημο κράτος της Κύπρου, το οποίο είχε περιέλθει εξ ολοκλήρου στους Ελληνοκυπρίους. Ακόμα και οι Τουρκοκύπριοι που ζούσαν εκτός θυλάκων υπηρετούσαν τη στρατιωτική τους θητεία στον τουρκοκυπριακό στρατό. Ο τουρκοκυπριακός εθνικισμός φούντωνε και η απομόνωση από τους Ελληνοκυπρίους αρκετές φορές επιδιωκόταν. Αρκετές φορές ένοπλες ομάδες Τουρκοκυπρίων εμπόδιζαν κατοίκους των θυλάκων να επιστρέψουν στα χωριά τους. Στο ζήτημα της τουρκοκυπριακής κοινότητας πάντως οι Ελληνοκύπριοι ακολουθούσαν μια μάλλον κοντόφθαλμη πολιτική. Ενώ διακήρυτταν ότι πρέπει πάση θυσία να αποφευχθεί η διχοτόμηση του νησιού, δεν τους ενοχλούσε ιδιαίτερα η δημιουργία των θυλάκων και η στεγανοποίηση των δύο κοινοτήτων· τούς αρκούσε που οι Τουρκοκύπριοι δεν παρενέβαιναν στη διοίκηση του επίσημου κράτους. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτού του διαχωρισμού δεν αποτελούσαν αντικείμενο συζήτησης

Στην εξωτερική πολιτική

Στην εξωτερική πολιτική ο Μακάριος προσέγγισε το Κίνημα των Αδεσμεύτων, την Ε.Σ.Σ.Δ. και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας υπολογίζοντας στην αντίδραση των τελευταίων σε μια τουρκική εισβολή. Πρόθεσή του ήταν να παρουσιάσει την Κύπρο ως μια ανεξάρτητη χώρα και να επισείσει το κίνδυνο γεωγραφικής επέκτασης του ΝΑΤΟ σε περίπτωση τουρκικής εισβολής. Η Ε.Σ.Σ.Δ. στην αρχή τάχθηκε με το μέρος του Μακάριου, θέλοντας να αποτρέψει την είσοδο της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, αργότερα όμως αναγνώρισε ότι οι καλές σχέσεις με την Τουρκία λόγω των Στενών του Βοσπόρου ήταν προτιμότερες.

Στο διάστημα

Στο διάστημα αυτό έντονη ήταν η διαμάχη μεταξύ Γρίβα και Μακάριου, με τον πρώτο να επιδιώκει την άμεση ένωση με την Ελλάδα με στρατιωτικά μέσα και τον δεύτερο να επιδιώκει μια πολιτική λύση του ζητήματος. Υπόβαθρο της διαμάχης ήταν ο αγώνας των δύο πλευρών για την ηγεσία επί της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Παράλληλα σημειώνονταν και πολλές βομβιστικές επιθέσεις ενδοελληνοκυπριακές με κύριο στόχο το ΑΚΕΛ, το κομμουνιστικό κόμμα της Κύπρου και κόμμα με τη μεγαλύτερη απήχηση, το οποίο αντιτίθετο στην Ένωση με την αντικομμουνιστική Ελλάδα